ὠγή

ὠγή
ὠγή,
A v. ὠβά; also expld. by φάλαγγος τὸ ἔσχατον, καὶ τὸ ἄκρον (i. e. ᾤα), Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ωγή — ἡ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) α) «κώμη» β) «φάλαγγος τὸ ἔσχατον καὶ τὸ ἄκρον» 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «διάφραξις». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού λακων. ὠβά*, με αντιπροσώπευση τού F ως γ ] …   Dictionary of Greek

  • ιωγή — ἰωγή, ἡ (Α) σκέπη, στέγη («Βορέω ὑπ ἰωγῆ» κάτω από στέγη από τον βόρειο άνεμο, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < *FıFωγ ή, από την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα ( Fωγ ) τού ρ. ἄγνυ μι (πρβλ. ἐπιωγή) και διπλασιασμό (Fı ). Είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”